- ὑποψάλλω
- ὑποψάλλω,A touch softly, prop. of the strings of the lyre: metaph., ὑ. τοὺς τέττιγας ἡ ὥρα invites them to sing, Philostr. VA7.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποψάλλω — ὑποψάλλω ΝΑ [ψάλλω] νεοελλ. τραγουδώ χαμηλόφωνα αρχ. 1. (σχετικά με χορδή) αγγίζω ελαφρά 2. προτρέπω, παρακινώ κάποιον να τραγουδήσει 3. (αμτβ.) τραγουδώ αποκρινόμενος στο τραγούδι άλλου … Dictionary of Greek
υποψαλμός — ο, Ν [υποψάλλω] υπόψαλμα … Dictionary of Greek
υπόψαλμα — το / ὑπόψαλμα, άλματος, ΝΑ [ὑποψάλλω] νεοελλ. εφύμνιο αρχ. ανταπόκριση, αντιφώνηση σε τραγούδι … Dictionary of Greek